- προπολώ
- -έω, Α [πρόπολος]1. προπολεύω*2. μέσ. προπολοῡμαι, -έομαιμιλώ σαν να είμαι προφήτης, μιλώ προφητικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπόλῳ — πρόπολος going masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλωι — προπόλῳ , πρόπολος going masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπολέομαι — Α βλ. προπολῶ … Dictionary of Greek